ἀέκοντα

ἀέκοντα
ἀέκων
involuntary
neut nom/voc/acc pl
ἀέκων
involuntary
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀέκονθ' — ἀέκοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl ἀέκοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg ἀέκοντι , ἀέκων involuntary masc/neut dat sg ἀέκοντε , ἀέκων involuntary masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”